- περιδένω
- περίδεσα, περιδέθηκα, περιδεμένος, δένω κάτι γύρω γύρω, περιζώνω, περισφίγγω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
περιδένω — περιδέω, ΝΑ 1. δένω κάτι γύρω από κάτι άλλο, περισφίγγω 2. περιβάλλω, περιζώνω 3. μέσ. περιδένομαι / περιδέομαι είμαι δεμένος ολόγυρα, περιβάλλομαι με κάτι … Dictionary of Greek
περισφηκώ — όω, Α 1. περιδένω, περισφιγγω ὁπως όταν περιδένει κανείς το στόμιο δοχείου, στουπώνω 2. παθ. περισφηκοῡμαι, όομαι α) περισφίγγομαι, περιδένομαι σφιχτά β) περιβάλλομαι με μεταλλική επένδυση για ενίσχυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σφηκῶ «περισφίγγω,… … Dictionary of Greek
αμπυκάζω — ἀμπυκάζω (Α) περιδένω την κόμη, στεφανώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπυξ «διάδημα, ταινία για το δέσιμο τών μαλλιών»] … Dictionary of Greek
αμφίδεα — ἀμφίδεα, τα (Α) τα χείλη τής μήτρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφιδέω «περιδένω, δένω ολόγυρα»] … Dictionary of Greek
αμφιδέα — ἀμφιδέα, η (Α) συνήθ. στον πληθ. αἱ ἀμφιδέαι 1. καθετί με το οποίο περιδένεται κάτι, το οποίο είναι δεμένο γύρω από κάτι, κρίκος, δακτύλιος, περιβραχιόνιο, βραχιόλι 2. οι σιδερένιοι κρίκοι με τους οποίους προσαρμόζονταν και στηρίζονταν πάνω στους … Dictionary of Greek
αμφιδέω — ἀμφιδέω (Α) περιδένω, δένω ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δέω «δένω». ΠΑΡ. αμφιδέτης, αμφίδετος αρχ. ἀμφίδεα, ἀμφιδέα] … Dictionary of Greek
αντιπερίαμμα — ἀντιπερίαμμα, το (Μ) κρεμαστάρι, μενταγιόν κρεμασμένο για μαγικούς σκοπούς, για να προκαλεί κακό στους άλλους (αντίθετα απ το φυλαχτό). [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + περίαμμα < περιάπτω «περιδένω, προσαρμόζω»] … Dictionary of Greek
απολινώ — ἀπολινῶ ( όω) (Α) [λίνον] δένω με λινό νήμα, περιδένω αιμοφόρο αγγείο … Dictionary of Greek
δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… … Dictionary of Greek
διαδώ — διαδῶ ( έω) (Α) [δω] 1. περιδένω με επίδεσμο 2. δένω ταινία ή τοποθετώ διάδημα στα μαλλιά μου 3. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ο διαδούμενος το πασίγνωστο άγαλμα τού Πολυκλείτου … Dictionary of Greek